χειροτεχνείο

χειροτεχνείο
το, Ν
το εργαστήριο τού χειροτέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειροτέχνης + κατάλ. -είο (πρβλ. ιατρ-είο). Η λ., στον λόγιο τ. χειροτεχνεῖον, μαρτυρείται από το 1854 στον Νικ. Κατραμή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χειροτεχνείο — το το εργαστήριο του χειροτέχνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”